- συμπεριπολεῖν
- συμπεριπολέωgo round together withpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπεριπολώ — έω, Α [συμπερίπολος] 1. ακολουθώ την πορεία κάποιου («τοῑς ἄστροις συμπεριπολεῑν», Φιλόδ.) 2. περιπολώ κατά ομάδες … Dictionary of Greek